επιληστικός

επιληστικός
ἐπιληστικός, -ή, -όν (Μ)
αυτός που λησμονεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < *λαθ-τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ- τού ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ-λαθ-ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”